Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
αβράκωτοι — (sans culottes).ΕπίΘετο με το οποίο οι Γάλλοι ευγενείς χαρακτήριζαν περιφρονητικά τους επαναστάτες το 1791 92, επειδή φορούσαν μακριά πανταλόνια αντί για τα καθιερωμένα κοντά και εφαρμοστά (culottes). Οι θερμότεροι επαναστάτες δέχτηκαν και… … Dictionary of Greek
Κασάλα — (Kassala). Πόλη (336.500 κάτ. το 2003) του Σουδάν, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (36.710 τ. χλμ., 1.433.730 κάτ. το 2000). Βρίσκεται ΒΑ της χώρας, στις υπώρειες του όρους Κασάλα, στον ποταμό Γκας. Η πόλη είναι αξιόλογος σιδηροδρομικός κόμβος… … Dictionary of Greek
Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο … Dictionary of Greek
σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση … Dictionary of Greek